- πολύθερμος
- -ον, Α1. πολύ θερμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θερμός (< θέρμη), πρβλ. ολιγό-θερμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύθερμος — very hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμον — πολύθερμος very hot masc/fem acc sg πολύθερμος very hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμου — πολύθερμος very hot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμους — πολύθερμος very hot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμων — πολύθερμος very hot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθέρμῳ — πολύθερμος very hot masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμα — πολύθερμος very hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθερμοι — πολύθερμος very hot masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek